saneado - ορισμός. Τι είναι το saneado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι saneado - ορισμός


saneado      
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
adjetivo
saneado      
adj.
Se aplica a los bienes o la renta libres de cargas o descuentos y, por extensión, que dan buenos beneficios.
saneado      
saneado, -a Participio adjetivo de "sanear". Se aplica a las rentas o *bienes que están libres de *gravámenes. Por extensión, en lenguaje corriente, a cualquier renta, negocio, etc., con buenos beneficios y sin contrapartida de perjuicios. *Convenir.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για saneado
1. "Ha generado empleo y ha saneado las finanzas del Estado.
2. Todo parecía ordenado, saneado, con sistemas de drenaje.
3. Puede exhibir un balance económico saneado y una política social amplia.
4. En cualquier caso, la operación dejaría un banco más saneado tras separar los activos tóxicos.
5. Álvarez, que se quejó al llegar al ministerio de que su antecesor le dejase escaso margen de gasto, aseguró que ella lo dejará "saneado" y con garantías de financiación alternativas.
Τι είναι saneado - ορισμός